στραβώνομαι

στραβώνομαι
στραβώνομαι, στραβώθηκα, στραβωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
στραβώνομαι : στην παθητική φωνή το ρ. έχει τις ειδικές σημασίες δε βλέπω καλά ή καθόλου / κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου.
Η έννοια του στραβού (όχι ίσιου) περιέχεται μόνο στην ενεργητική φωνή (στραβώνω).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στραβώνω — στραβῶ, όω, ΝΜ [στραβός] νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι στραβό, τό κάνω να χάσει την ευθεία γραμμή του («στραβώνω το κλειδί») β) στρεβλώνω, στραμπουλίζω («έπεσα και στράβωσα το πόδι μου») γ) εκτρέπω από την ευθεία οδό, κάνω κάτι να μην έχει σωστή …   Dictionary of Greek

  • στραβώνω — στράβωσα, στραβώθηκα, στραβωμένος 1. κάνω κάτι στραβό ή γίνομαι στραβός: Στράβωσες τη γραμμή. – Στράβωσαν τα ξύλα από την υγρασία. 2. τυφλώνω: Με στράβωσε ο καπνός. 3. το παθ., στραβώνομαι κάνω λάθος αδικαιολόγητα: Στραβώθηκα εκείνη την ώρα και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”