- στραβώνομαι
- στραβώνομαι, στραβώθηκα, στραβωμένος βλ. πίν. 4——————Σημειώσεις:στραβώνομαι : στην παθητική φωνή το ρ. έχει τις ειδικές σημασίες → δε βλέπω καλά ή καθόλου / κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου.Η έννοια του στραβού (όχι ίσιου) περιέχεται μόνο στην ενεργητική φωνή (στραβώνω).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.